πυράκανθα

πυράκανθα
η, ΝΜΑ
Ο πυράκανθος
αρχ.
1. το φυτό οξυάκανθα
2. το φυτό σκόλυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + ἄκανθα. Τη λ. δανείστηκαν οι ξεν. γλώσσες, πρβλ. αγγλ. pyracantha].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πυράκανθα — πυράκανθα, η και πυράκανθος, ο γένος φυτών της οικογένειας Pοδίδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πυράκανθα — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρακάνθας — πυρακάνθᾱς , πυράκανθα fem acc pl πυρακάνθᾱς , πυράκανθα fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρακάνθης — πυράκανθα fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρακάνθῃ — πυράκανθα fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυράκανθαν — πυράκανθα fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… …   Dictionary of Greek

  • πυράκανθος — ο, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ροδίδες και περιλαμβάνει 7 περίπου είδη ανθεκτικών αγκαθωτών αειθαλών θάμνων κυρίως τής Ευρώπης και τής Ασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού πυράκανθα κατά τα αρσ.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”